-
1 μαγίς
μαγίς, ίδος, ἡ (μάσσω), 1) der Backtrog, = μάκτρα, Poll. 7, 22; – Epicharm. soll es auch für »Tisch« gebraucht haben, wie auch Soph. frg. 651 bei Poll. 6, 83 angeführt wird: τὰς Ἑκαταίας μαγίδας δόρπων. – 2) jede geknetete Masse, bes. ein Brot von einer gewissen Gestalt, auch die Honigkuchen, welche man dem Trophonius darbrachte, Sp., ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς, Ath. XIV, 663 b.
См. также в других словарях:
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek